φρυγανισμός

φρυγανισμός
ὁ, Α
η ενέργεια τού φρυγανίζω, η συλλογή φρυγάνων ή ξερών καυσόξυλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρύγανον + κατάλ. -ισμός*. Το ρ. φρυγανίζω είναι μτγν.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φρυγανισμός — φρῡγανισμός , φρυγανισμός a gathering of firewood masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύλασσα — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ξυλ(ε)ία καὶ φρυγανισμός». [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός ή παρεφθαρμένος τ. αντί τού τ. ὑλασία*] …   Dictionary of Greek

  • φρυγανισμοῖς — φρῡγανισμοῖς , φρυγανισμός a gathering of firewood masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυγανισμοῦ — φρῡγανισμοῦ , φρυγανισμός a gathering of firewood masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυγανισμῷ — φρῡγανισμῷ , φρυγανισμός a gathering of firewood masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυγανισμόν — φρῡγανισμόν , φρυγανισμός a gathering of firewood masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”